- αμυλάλευρο
- τοαλευροποιημένο άμυλο*.[ΕΤΥΜΟΛ. < άμυλο(ν) + άλευρο(ν), πρβλ. γαλλ. fecule].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμυλάλευρο — το αλεύρι από κάθε αμυλώδη ουσία, νισεστές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άμυλο — Χημική ένωση που αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο και ανήκει στην τάξη των απλών πολυσακχαριτών, ο γενικός τύπος των οποίων είναι Χ [(C6H10O5)n] όπου n είναι ένας αριθμός που αντιπροσωπεύει μερικές εκατοντάδες μόρια. Το α.… … Dictionary of Greek
νισεστές — και νιζεστές και νισεστά, ο κοινή ονομασία τού αμύλου που λαμβάνεται από το σιτάρι και χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική το αμυλάλευρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. nișasta] … Dictionary of Greek
νισεστές — ο (λ. τουρκ.), αμυλάλευρο, αλλ. καταστατός: Κάναμε γλυκό μενισεστέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)